Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) υπήρξε το στρατιωτικό σκέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) κατά τη Γερμανική Κατοχή της Ελλάδας. Ιδρύθηκε στις 16 Φεβρουαρίου του 1942, κατόπιν απόφασης που είχε λάβει τον Ιανουάριο του 1942 η συγκροτηθείσα «Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή» του ΕΑΜ.
Ο ΕΛΑΣ αποτελούσε αντάρτικο στρατό με τριμελή διοίκηση:
- Ο «καπετάνιος» ήταν ο αρχηγός των ανταρτών, ενώ αναλάμβανε επίσης τις επαφές με τον πληθυσμό, την επιμελητεία και τη στρατολογία.
- Ο «στρατιωτικός» ήταν ο αρμόδιος για το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων,
- Ο «πολιτικός» ήταν ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με την τήρηση και τη διάδοση των σκοπών της οργάνωσης στους αντάρτες και στον πληθυσμό του χώρου δράσης.
Τη διοίκηση του ΕΛΑΣ ασκούσε απευθείας η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ως τη συγκρότηση του Γενικού Στρατηγείου (Μάιος 1943), το οποίο είχε τριμελή διοίκηση από τους: συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη ως στρατιωτικό διοικητή, Άρη Βελουχιώτη (Θανάσης Κλάρας) ως αρχηγό των ανταρτών (καπετάνιο) και Ανδρέα Τζήμα (Βασίλης Σαμαρινιώτης), ως πολιτικό καθοδηγητή. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ τοποθετήθηκε με την ίδια απόφαση ο στρατηγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Έδρα του, ήταν το Περτούλι Θεσσαλίας (Τρίκαλα). Στο Γενικό Στρατηγείο υπάγονταν τα στρατηγεία Μακεδονίας και Θεσσαλίας και τα Γενικά Αρχηγεία Ηπείρου και Ρούμελης. Το Γενικό Αρχηγείο Πελοποννήσου εξακολούθησε να υπάγεται απευθείας στην Κεντρική Επιτροπή, όπως και ο ΕΛΑΣ της Αθήνας.
Το Γενικό Στρατηγείο προώθησε το ζήτημα της στελέχωσης του ΕΛΑΣ, με την ίδρυση, τον Αύγουστο του 1943, της Σχολής Αξιωματικών του ΕΛΑΣ, στη Ρεντίνα, που έδωσε στα τμήματα του λαϊκού στρατού, συνολικά, 1.269 νέους ανθυπολοχαγούς. Επίσης, το ΓΣ του ΕΛΑΣ προετοίμασε και έθεσε σε εφαρμογή ένα στοιχειώδες πρόγραμμα στρατιωτικής εκπαίδευσης των ανδρών του.
Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ ήταν οργανωμένος επίσης κατά αρχηγεία και υπαρχηγεία, υπαγόταν στις περιφερειακές οργανώσεις του ΕΑΜ και μόνο σε περίπτωση ανάγκης μετείχε σε επιχειρήσεις του τακτικού ΕΛΑΣ. Παράλληλα και σε άμεση συνεργασία με τον ΕΛΑΣ των βουνών δρούσε και η ναυτική δύναμη ΕΛΑΝ (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό). Προς το τέλος της κατοχής, ο ΕΛΑΣ συγκρότησε την Εθνική Πολιτοφυλακή (ΕΠ).
Σύμφωνα με στοιχεία που δίνει ο στρατηγός Σαράφης στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ», οι ένοπλες δυνάμεις που υπάγονταν στο Γενικό Στρατηγείο αριθμούσαν το καλοκαίρι του 1943 γύρω στους 10.000 άνδρες, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1944 η συνολική δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν 48.940 αξιωματικοί και οπλίτες (δεν συμπεριλαμβάνονται ο ΕΛΑΣ Αθήνας, Σάμου και Μυτιλήνης).
Στα τέλη του Ιουλίου 1943 συνήλθε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, στην έδρα του Γενικού Στρατηγείου στο Περτούλι, που αποφάσισε τη μετατροπή του ΕΛΑΣ από ανταρτικό σε τακτικό στρατό και τη μετονομασία των στρατηγείων και γενικών αρχηγείων σε μεραρχίες και των αρχηγείων σε συντάγματα. Η διοίκηση σε όλη την κλίμακα παρέμεινε τριμελής.
Ο συντονισμός της εξόριστης κυβέρνησης με τις αντιστασιακές δυνάμεις στην κατεχόμενη Ελλάδα υπήρξε δύσκολος. Στους κύκλους της εξόριστης κυβέρνησης αρκετοί καταδίκαζαν την ένοπλη αντίσταση στην Ελλάδα, λόγω των βάρβαρων αντιποίνων που επέβαλαν οι αρχές Κατοχής και στρέφονταν κατά άμαχων και αθώων πολιτών.
Στις 5 Ιουλίου 1943 ο ΕΛΑΣ υπέγραψε συμφωνητικό με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ), εκπροσωπούμενο από τον αρχηγό της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά ταξίαρχο Έντυ Μάγιερς, στο οποίο υπάγονταν ήδη όλες οι ανταρτικές οργανώσεις (ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ), με την κοινή ονομασία «Εθνικαί Αντάρτικαι Ομάδαι Ελλάδος». Κατά το συμφωνητικό, η Ελλάδα χωριζόταν σε στρατιωτικές περιφέρειες υπό τις διαταγές του ΣΜΑ.
Στη διάρκειά της Κατοχής σημειώθηκαν αλλεπάλληλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ. Αιτία ήταν ότι ο ΕΛΑΣ είχε την πρωτοκαθεδρία του αντιστασιακού αγώνα, κατηγορώντας πολλές φορές τις υπόλοιπες οργανώσεις για δοσιλογισμό, ενώ κατηγορήθηκε απ’ τις υπόλοιπες ότι δρούσε με κομμουνιστική και μόνο προοπτική και όχι με εθνική.
Με τη Συμφωνία της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944), η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που προήλθε από τη Συμφωνία του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), έθεσε τον ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ, ο οποίος ορίστηκε διοικητής όλων των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα. Η αναγκαιότητα του αφοπλισμού και της άμεσης διάλυσης του ΕΛΑΣ μετά την απελευθέρωση αποτέλεσε το επίμαχο ζήτημα που οδήγησε στη σύγκρουση του Δεκεμβρίου 1944 (“Δεκεμβριανά”).
Τον Φεβρουάριο του 1945 αποκαταστάθηκε μια επιφανειακή ηρεμία. Η κυβέρνηση και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ υπέγραψαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Με αυτήν προβλεπόταν ότι θα γινόταν πλήρης αφοπλισμός του ΕΛΑΣ με αντάλλαγμα ευρεία αμνηστία, διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου, άρση του στρατιωτικού νόμου, αμνηστία για όλα τα «πολιτικά εγκλήματα» (όχι όμως και τα ποινικά) και προκήρυξη δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα (αβασίλευτη ή βασιλευόμενη δημοκρατία).
Μεγάλο μέρος του αντάρτικου οπλισμού παρέμεινε κρυμμένο. Παραστρατιωτικές οργανώσεις και ομάδες διεξήγαν εκστρατεία τρομοκράτησης και δολοφονιών κατά κομμουνιστών, επικαλούμενοι λόγους αντεκδίκησης. Για να σωθούν, πολλοί κομμουνιστές πέρασαν πλέον στην παρανομία. Μια σειρά πολιτικά αδύναμων κυβερνήσεων απέτυχαν, ακόμη και όταν το επιχείρησαν, να ελέγξουν την αυξανόμενη βία. Η χώρα κατρακυλούσε σε μια νέα περίοδο πολέμου, την ώρα που στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες άρχιζε βραδέως αλλά σταθερά το έργο της ανασυγκρότησης από τα ερείπια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου.
Πηγή: wikipedia
Περισσότερη ανάγνωση
ΕΛΑΣ – Ο μεγαλύτερος στρατός της Εθνικής Αντίστασης (Α)
ΕΛΑΣ – Ο μεγαλύτερος στρατός της Εθνικής Αντίστασης (Β)
ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1942-1944 ) Το πρώτο αίμα
Σχετικές Δημοσιεύσεις